- τριθέλυμνος
- τρῐ-θέλυμνος,A gloss on τρίπτυχος, Eust.849.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριθέλυμνος — ον, Α τρίπτυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»), πρβλ. τετρα θέλυμνος] … Dictionary of Greek
θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… … Dictionary of Greek